μαλακός

μαλακός
μᾰλᾰκός (-άν, -αῖςι), -αῖσιν; -ά acc.: cf. μαλθακός.)
1 soft, gentle μαλακαῖς ἐπαοι-

δαῖς P. 3.51

μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα (sc. Ἀπόλλωνα) P. 4.271

ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις N. 10.44

μαλακαῖς εὐδίαις Pae. 2.52

χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα of girls' hands Παρθ. 2. 7. n. pl. pro adv., μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος (Er. Schmid: μαλθακά codd.: with gentle disposition towards the noble) N. 4.95

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαλακός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που μαλάσσεται εύκολα, ο απαλός στην αφή, ο τρυφερός: Το δέρμα της ήταν μαλακό σαν μωρού. 2. μτφ., ήπιος, πράος, συγκαταβατικός: Είναι μαλακός και τον κάνουν όλοι ό,τι θέλουν. 3. στον πληθ., τα μαλακά περιοχή του σώματος στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαλακός — soft masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακός — soft masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

  • μαλακά — μαλακός soft neut nom/voc/acc pl μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc/acc dual μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακώτερον — μαλακός soft adverbial comp μαλακός soft masc acc comp sg μαλακός soft neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακωτάτων — μαλακός soft fem gen superl pl μαλακός soft masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακωτέραις — μαλακός soft fem dat comp pl μαλακωτέρᾱͅς , μαλακός soft fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακωτέρων — μαλακός soft fem gen comp pl μαλακός soft masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακῶν — μαλακός soft fem gen pl μαλακός soft masc/neut gen pl μαλακόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) μαλακόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μαλακόω pres part act masc nom sg μαλακόω pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακόν — μαλακός soft masc acc sg μαλακός soft neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”